Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ’ τη Χώρα.


Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ’ τη Χώρα.

Στην εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ’ αργαστήρι
παντού, στο κάστρο, στην καρδιά, τ’ αποκαΐδια, οι στάχτες
Πάει κι ο ψωμάς, πάει κι ο χαλκιάς, πάει κ’ η γυναίκα,
πάνε
τα παλικάρια, οι λειτουργοί, και του ρυθμού οι τεχνίτες,
του Λόγου και οι προφήτες.
Τα χέρια είναι παράλυτα, και τα σφυριά σπασμένα
και δε σφυροκοπά κανείς τ’ άρματα και τ’ αλέτρια
κι’ η φούχτα κάποιου ζυμωτή λίγο σιτάρι αν κλείσει
δεν βρίσκει την πυρά ζεστή ψωμί για να το κάνει.
Κι’ από κατάκρυα χόβολη μεστή η γωνιά, κι’ ακόμα
κι απ’ τη γωνία του σπιτιού, πιο κρύα η καρδιά είναι.
Κακοκατάντησε η καρδιά του ανθρώπου.  Κρίμα…κρίμα!
Σκοτεινό ερείπιο κι’ η εκκλησιά και δίχως πολεμίστρες
το κάστρο, και χορτάριασε κι’ έγινε βοσκοτόπι.
Κι’ ο μέγας Έρωτας μακριά, και είν’ άβουλος ο άντρας
κι’ άπραχτος, και στο πλάι του χαμοσυρτή η γυναίκα,
κυρά τους έχουν την σκλαβιά και δούλο τους το ψέμα.
Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη Χώρα!
Κωστής Παλαμάς.